κολυμβητῶν

κολυμβητῶν
κολυμβητής
diver
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • κράμπα — Ακούσια και επώδυνη σύσπαση ενός ή περισσότερων μυών. Οι κ. εμφανίζονται λόγω της συσσώρευσης των τοξικών προϊόντων της κόπωσης σε αγύμναστες μυϊκές μάζες κατά τη διάρκεια ή ύστερα από υπερβολική άσκηση (επαγγελματικές κ., κ. των αθλητών), μετά… …   Dictionary of Greek

  • υδατοσφαίριση — Βλ. λ. γουότερ πόλο. * * * η, Ν (αθλ.) ομαδικό άθλημα που διεξάγεται στο νερό από δύο ομάδες επτά κολυμβητών η καθεμιά, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν τη σφαίρα στην εστία τής αντίπαλης ομάδας, κν. γουότερ πόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατόσφαιρα, μέσω… …   Dictionary of Greek

  • άβηδος — (abedus).Γένος εντόμων, σαρκοφάγων και ικανών κολυμβητών. Έχουν μήκος 10 εκ. Το θηλυκό προσκολλά τα αβγά του στη ράχη του αρσενικού, που τα διατηρεί εκεί έως ότου συντελεστεί η εκκόλαψή τους. Το δάγκωμά τους είναι επώδυνο …   Dictionary of Greek

  • βαθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους: Η βαθομέτρηση των παραλιών είναι απαραίτητη για την προστασία των κολυμβητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”